παραλαμβάνει

παραλαμβάνει
παραλαμβάνω
receive from
pres ind mp 2nd sg
παραλαμβάνω
receive from
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλήπτης — ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής») αρχ. 1. άτομο… …   Dictionary of Greek

  • παραλαβή — η [παραλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλαμβάνω, το να παραλαμβάνει κανείς κάτι (α. «παραλαβή δέματος» β. «παραλαβή εμπορευμάτων») 2. συνεκδ. το μέρος όπου κανείς παραλαμβάνει κάτι («είναι στην παραλαβή» είναι τοποθετημένος στο… …   Dictionary of Greek

  • Matthew 4:8 — Duccio s The Temptation on the Mount Matthew 4:8 is the eighth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. Jesus has just rejected Satan s second temptation. In this verse the devil transports Jesus to a new… …   Wikipedia

  • αντίκλητος — ο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να παραλαμβάνει ως εκπρόσωπος άλλου τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδίδονται στον εντολέα του …   Dictionary of Greek

  • απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοδόχος — ο 1. εκείνος που παραλαμβάνει το βρέφος 2. το θηλ. ως ουσ. θήκη, κούνια έξω από βρεφοκομείο όπου τοποθετούνται τα έκθετα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + δόχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Ζίννη] …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής …   Dictionary of Greek

  • ερματοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει έρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το ερματοφόρο μικρό πλοίο που μεταφέρει σε μεγαλύτερο πλοίο ή παραλαμβάνει από αυτό έρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμα (γεν. έρματ ος) + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκινητήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε μηχανική. Βλ. λ. κινητήρας. * * * ή ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτρική μηχανή που παραλαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια και αποδίδει μηχανικό έργο, κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”